- επιβούλευμα
- ἐπιβούλευμα, το (Α) [επιβουλεύω]επιβουλή, σκευωρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιβούλευμα — plot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλευμάτων — ἐπιβούλευμα plot neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλεύμασι — ἐπιβούλευμα plot neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλεύμασιν — ἐπιβούλευμα plot neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλεύματα — ἐπιβούλευμα plot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλεύματι — ἐπιβούλευμα plot neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλεύματος — ἐπιβούλευμα plot neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)